Οι ευρωεκλογές που διεξήχθησαν το καλοκαίρι έφεραν σοβαρές προκλήσεις για τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, καθώς κανένα από αυτά δεν κατάφερε να πετύχει τους στόχους του. Η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) παρουσίασε πτώση και τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση η ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ συρρικνώθηκε περαιτέρω και δεν διαθέτει ούτε καν ηγεσία. Το ΠΑΣΟΚ είχε μια ελαφρώς καλύτερη πορεία σε σχέση με τα υπόλοιπα, ωστόσο υπέκυψε στις υπερβολικές φιλοδοξίες του αρχηγού του, ο οποίος τώρα αγωνίζεται για να διατηρηθεί στη θέση του, παρά το γεγονός ότι δεν ηττήθηκε στην κάλπη όπως οι άλλοι.
Οι εσωκομματικές εκλογές της 6ης Οκτωβρίου θεωρούνται από ορισμένους διαδικαστική υπόθεση και κάποιοι υποστηρίζουν ότι από την επόμενη μέρα αρχίζει η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το ποιος θα επικρατήσει. Ωστόσο, αυτή η άποψη είναι υπερβολική και παραπλανητική, αν όχι και ανόητη. Κανένας από τους υποψηφίους δεν είναι ικανός να καταστεί πρωθυπουργός, μολονότι όλοι προβάλλουν αυτό ως κριτήριο για το ποιος αξίζει την προτίμηση των ψηφοφόρων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι υποψήφιοι φαίνεται να αγνοούν τις εξελίξεις: ο Μητσοτάκης δεν θα είναι παρών στις επόμενες εκλογές και η ΝΔ αναζητά ήδη νέο υποψήφιο Πρωθυπουργό. Άρα, αν κάποιο μέλος του ΠΑΣΟΚ επιδιώκει να κινηθεί πολιτικά, αυτός δεν θα είναι ο Μητσοτάκης. Εντούτοις, το γεγονός ότι η ΝΔ διατηρεί ισχυρή παραταξιακή συνείδηση στη βάση της δεν ισχύει πλέον για την ιστορική Δημοκρατική Παράταξη.
Το ΠΑΣΟΚ θα δυσκολευτεί να εξελιχθεί σε κυβερνώσα δύναμη, καθώς ένα μικρό ποσοστό του εκλογικού σώματος δεν αρκεί για να αλλάξει την ηγεσία ή να επιστρέψει την απερχόμενη. Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιος από τους υποψηφίους μπορεί να προσδώσει στο ΠΑΣΟΚ τα χαρακτηριστικά ενός μεσαίου κόμματος που θα μπορέσει στο μέλλον να συνεργαστεί με άλλες δυνάμεις της Δημοκρατικής Παράταξης, διασφαλίζοντας τους καλύτερους δυνατούς όρους για τη σχηματοποίηση της προοδευτικής κυβέρνησης.
Το πλαίσιο της πολιτικής αναμέτρησης δείχνει ότι η πιο αξιόπιστη επιλογή για το ΠΑΣΟΚ είναι ο Παύλος Γερουλάνος, ο οποίος θα μπορούσε να συνεργαστεί με τον έμπειρο Μιχάλη Κατρίνη. Ο Γερουλάνος έχει αποδείξει την ικανότητα του να διαχειρίζεται ευθύνες, διαθέτει διοικητικές και οικονομικές γνώσεις και έχει δείξει συνέπεια στην πολιτική του διαδρομή. Mε τη συνεργασία Κατρίνη, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να έχει μια ισχυρή υποψηφιότητα.
Η παραμονή του Νίκου Ανδρουλάκη, από την άλλη, δεν προσφέρει κάποια νέα προοπτική, καθώς μέχρι στιγμής δεν έχει δείξει κάτι περισσότερο από όσα έχουμε δει στο παρελθόν. Ωστόσο, είναι ένα γνωστό πρόσωπο εντός του κόμματος.
Υπάρχουν και υποψήφιοι όπως η Άννα Διαμαντοπούλου, παρ’ ότι έχει ιστορικό αμφιλεγμένων σχέσεων με τη Διαπλοκή και δεν ανταγωνίζεται πια στα σοβαρά την ιστορική κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ. Η υποψηφιότητά της προβάλλει σοβαρές αμφιβολίες για το μέλλον της παράταξης.
Σε τελική ανάλυση, όλοι οι συμμετέχοντες στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ καλούνται να κάνουν τις επιλογές τους για το μέλλον του κόμματος, εστιάζοντας σε ρεαλιστικές προοπτικές και όχι σε φανταστικές υποσχέσεις. Με την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ να διαδηλώνει ότι κανένα λάθος δεν μπορεί να διορθωθεί μετά την εκλογική διαδικασία, είναι κρίσιμο να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις.
Πηγή: documentonews.gr