Στο διάγγελμά του στις 19 Μαρτίου 2003, ο Τζορτζ Ουόκερ Μπους ο νεότερος ανακοίνωνε την έναρξη στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Ιράκ, στο πλαίσιο των προσπαθειών για την εγκαθίδρυση δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή. Ο ίδιος δήλωσε: «Συμπολίτες μου, οι κίνδυνοι για τη χώρα μας και για τον κόσμο θα ξεπεραστούν… Θα υπερασπιστούμε την ελευθερία μας». Ωστόσο, τα γεγονότα που ακολούθησαν έφεραν μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.
Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ, παρά τις μεγάλες υποσχέσεις για την εγκαθίδρυση δημοκρατικής σταθερότητας, οδήγησε σε εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με απολογισμούς ανθρώπινων απωλειών που ποικίλλουν από 100.000 έως σχεδόν 1 εκατομμύριο νεκρούς. Παρά τις δικές τους εξελίξεις, οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να διασφαλίσουν την ειρηνική μετάβαση στη χώρα, γεγονός που προκάλεσε την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους, ενώ οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας απέτυχαν να αντισταθούν.
Η αποχώρηση των Αμερικανών το 2011, που είχε ξεκινήσει το 2007, δεν είχε ωστόσο μόνιμα αποτελέσματα. Το 2014, η ιρακινή κατάσταση επιδείνωθηκε με την επιστροφή των αμερικανικών δυνάμεων για να αντιμετωπίσουν την απειλή των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ανισορροπία και την αναταραχή που προκάλεσε η προηγούμενη στρατηγική.
Η συμφωνία του 2020 για τη μελλοντική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ προβλέπει ότι οι δυνάμεις θα φύγουν τελείως έως το 2026, ωστόσο μια περιορισμένη στρατιωτική παρουσία θα παραμείνει, για να υποστηρίξει τους Κούρδους στον αγώνα τους κατά των απομειναρίων του Ισλαμικού Κράτους.
Η στήριξη του ΝΑΤΟ στο Ιράκ συνεχίζεται, αλλά με την απουσία των Αμερικανών, οι νατοϊκοί εκπαιδευτές μπορεί να γίνουν στόχος διάφορων πολιτοφυλάκων. Η στρατηγική αναφορά των ΗΠΑ στην περιοχή δείχνει ότι οι στόχοι που είχαν τεθεί το 2003 ουσιαστικά απέτυχαν, διαμορφώνοντας μια Μέση Ανατολή εξαιρετικά ασταθή, εν συγκρίσει με την κατάσταση πριν από τους πολέμους.
Πηγή: documentonews.gr